- μονοϋποκατεστημένος
- -η, -ο(για χημικές ενώσεις) αυτός τού οποίου τα παράγωγα προκύπτουν από την αντικατάσταση ενός μόνο ατόμου από άλλο άτομο ή από άλλη ρίζα, όπως π.χ. το χλωροβενζόλιο που είναι μονοϋποκατεστημένο παράγωγο τού βενζολίου.
Dictionary of Greek. 2013.